Στοίχημα στις ισοπαλίες
Αντίθετα με άλλα αθλήματα που κρίνονται με υψηλά σκορ, όπως το μπάσκετ, ένας αγώνας ποδοσφαίρου έχει μία σημαντική πιθανότητα να καταλήξει ισόπαλος. Σε αυτό το άρθρο προσπαθούμε να βοηθήσουμε στην πρόβλεψη ισοπαλιών και τη διαχείρισή τους. Μοιάζει απλό και γι’ αυτό πολλοί παίκτες του στοιχήματος προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τις μεγάλες αποδόσεις που προσφέρονται από τις στοιχηματικές εταιρίες για τις ισοπαλίες, ωστόσο χρειάζονται περισσότερα από μία απλή πρόβλεψη των Χ.
Περίπου το 24% των παιχνιδιών της Premier League την περίοδο 2013-2018 έληξαν ισόπαλα. Το πιο συνηθισμένο σκορ σε αυτές ήταν το 1-1 με 42% και ακολουθούσαν οι λευκές ισοπαλίες (0-0) με 32% και το 2-2 με 22%. Τη συγκεκριμένη περίοδο λοιπόν οι ισοπαλίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη Premier, όχι μόνο σαν αποτελέσματα αλλά και σαν μέρος των χάντικαπ που τις περιλάμβαναν.
Λογικά, μια ισοπαλία είναι πιο πιθανή ανάμεσα σε δύο ομάδες παρόμοιας δυναμικότητας, μετά το συνυπολογισμό και του παράγοντα της έδρας. Σε μία περίπτωση που η διεκδικήτρια του τίτλου υποδέχεται μία ομάδα που παλεύει για τη σωτηρία της θα δούμε τις πιθανότητες για ισοπαλία να συρρικνώνονται στο 14%, ενώ δύο πιο ισοδύναμες ομάδες θα είχαν περίπου 30% πιθανότητες να καταλήξουν ισόπαλες.
Κάτι τέτοιο μπορεί να μας οδηγήσει στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι αρκεί να ποντάρουμε στις ισοπαλίες αγώνων όπου οι αντίπαλοι είναι ισοδύναμοι βάσει αποδόσεων ώστε να κερδίσουμε στο στοίχημα στις ισοπαλίες. Αυτό βέβαια είναι λάθος, αφού προφανώς οι εταιρίες δεν χαρίζουν χρήματα έτσι απλά.
Ακόμα και η ενδεχομένως μεγάλη ικανότητα κάποιου να προβλέπει τις ισοπαλίες, δεν του εγγυάται ότι θα έχει κέρδη, καθώς τις περισσότερες φορές η πιθανότητα για μία ισοπαλία έχει ήδη ενσωματωθεί στις προσφερόμενες αποδόσεις από τις στοιχηματικές. Ο κανόνας του value στο στοίχημα έχει φυσικά εφαρμογή και στις μεγάλες αποδόσεις των ισοπαλιών και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψη όταν ποντάρουμε σε αυτές.
Επίσης είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ακόμα και όταν μία ομάδα έχει επιδείξει μεγάλη ευχέρεια στις ισοπαλίες, λόγω για παράδειγμα του σφιχτού τρόπου παιχνιδιού της, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα συνεχίσει να το κάνει για πάντα. Ακόμα όμως και αν εξακολουθήσει στο ίδιο μοτίβο, η δυνατότητα για κέρδος μπορεί να υπερεκτιμηθεί, θεωρώντας ότι και οι μελλοντικές ισοπαλίες θα έχουν αξία ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει απαραίτητα.
Για παράδειγμα, οι ομάδες τις Premier που έφεραν τις περισσότερες ισοπαλίες τις σεζόν από το 2006 έως το 2016 ήταν οι τυπικά μέτριες στη βαθμολογία Stoke, West Brom και Aston Villa. Όλες μαζί, είχαν έναν μέσο όρο 16 ισοπαλιών ανά σεζόν, ενώ η Premier συνολικά είχε έναν μέσο όρο σχεδόν 10 ισοπαλιών. Την επόμενη χρονιά όμως, η τριάδα αυτή έπεσε από τις 16 σε λίγο πάνω από 10, πολύ κοντά στον μέσο όρο της κατηγορίας.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τους παράγοντες που συμβάλλουν σε ένα ισόπαλο αποτέλεσμα, ακόμα και αυτούς που δεν είναι ξεκάθαρα αγωνιστικοί, όπως στο τέλος της σεζόν όπου μπορεί να συμβαδίσουν τα κίνητρα δύο αντίπαλων ομάδων για την αποφυγή μίας ήττας και να συμβιβαστούν με τον ένα βαθμό. Αυτό το έχουμε δει να συμβαίνει συχνότερα στην Ιταλία, με κάποιες «βολικές» ισοπαλίες να βρίσκονται σε αποδόσεις ισχυρού φαβορί.
Στατιστικά, οι πέντε μεγάλες λίγκες τις Ευρώπης και το Champions League έχουν παρόμοια ποσοστά ισοπαλιών, γύρω στο 24.30% κατά μέσο όρο. Οπότε είναι προτιμότερο οι παίκτες να εστιάζουν στα ανεξάρτητα χαρακτηριστικά κάθε ομάδας και όχι των πρωταθλημάτων.
Για να επιλέξουμε λοιπόν ποιες ισοπαλίες θα βάλουμε στο παιχνίδι μας θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ορισμένους κανόνες.
Ξεκινώντας τη μελέτη μας, όπως δείχνουν και τα στατιστικά, θα πρέπει να αποβάλουμε τα στερεότυπα που συνδέονται με ορισμένα πρωταθλήματα. Άλλωστε, η τάση μιας λίγκας προς τα ισόπαλα αποτελέσματα είναι ένα στοιχείο που οι στοιχηματικές γνωρίζουν καλά και πριν από εμάς, οπότε έχουν προσαρμόσει κατάλληλα και τις αποδόσεις τους αφαιρώντας την όποια στοιχηματική αξία από αυτές.
Το κίνητρο των ομάδων θα πρέπει να έχει υψηλή θέση στους παράγοντες για τις επιλογές μας. Όταν μία από τις αντιπάλους «βολεύεται» με τον έναν βαθμό είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια του αγώνα η ισοπαλία μπορεί να εξελιχθεί στο πιο λογικό αποτέλεσμα, όταν δε καμία από τις δύο ομάδες δεν «χαλιέται» με την ισοπαλία είναι δεδομένο ότι η ισοπαλία θα είναι και το πρώτο φαβορί εξ αρχής, κάτι που αναμενόμενα θα έχει μειώσει και τις αποδόσεις της.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό των ομάδων που τείνουν προς τις ισοπαλίες είναι η δυσκολία στο σκοράρισμα. Επίσης κάτι που μπορεί να αποβεί καθοριστικό στο τελικό αποτέλεσμα καθώς εφόσον ο αγώνας έχει φτάσει σε προχωρημένο σημείο χωρίς γκολ, καμία ομάδα σε φυσιολογικές συνθήκες δεν θα ρισκάρει υπερβολικά στο να δεχτεί ένα τέρμα.
Τα ισορροπημένα από πλευράς αποδόσεων παιχνίδια δεν έχουν απαραίτητα και μεγαλύτερες πιθανότητες να καταλήξουν ισόπαλα. Όπως φαίνεται και από τα στατιστικά, αγώνες όπου η ισοπαλία είναι το δεύτερο φαβορί έχουν παρόμοια συχνότητα εμφάνισης ισόπαλων αποτελεσμάτων με αυτά που η ισοπαλία έχει την μεγαλύτερη απόδοση.
Οι στοιχηματικές έχουν τις περισσότερες φορές δίκιο.
Αυτό πρέπει να είναι το σημείο εκκίνησής μας όταν αναζητούμε οποιοδήποτε στοίχημα και όχι μόνο ισοπαλίες. Μια τέτοια λογική θα μας γλυτώσει από πολλές λάθος επιλογές και παράλληλα θα μειώσει το κόστος των στοιχημάτων μας, καθώς θα αυξήσει και την αυστηρότητά μας όταν διαλέγουμε σημεία.
Τέλος θα πρέπει οπωσδήποτε να αποφεύγουμε τα μεγάλα παρολί με ισοπαλίες. Προφανώς οι αποδόσεις είναι ελκυστικότατες, θα πρέπει όμως να αντισταθούμε και να συμπεριλάβουμε λίγες επιλογές και να τις βάλουμε σε κάποιο σύστημα, ώστε να αποφύγουμε τις πολλές και συχνές απογοητεύσεις οι οποίες θα μας οδηγήσουν και στην εξαφάνιση του κεφαλαίου μας.
Γενικά πρέπει να γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει μαγική συνταγή για κέρδη στο στοίχημα. Το ίδιο ισχύει φυσικά και για τις ισοπαλίες. Πάντα λοιπόν, θα πρέπει να παίζουμε με σύνεση και εγκράτεια, για να παραμείνει το παιχνίδι διασκέδαση και να μην γίνει εμπόδιο στην υπόλοιπη ζωή μας.